Η Κιβωτός του Νώε έχει αράξει σε ένα ύψωμα μετά την μεγάλη πλημμύρα και τα νερά έχουν πέσει. Η γη έχει βλαστήσει και ο Νώε ανοίγει την πόρτα για να βγουν έξω τα ζώα και να αναπαραχθούν. Μετά από ώρες και ενώ έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στα καταστρώματα, βλέπει μέσα σε ένα κλουβί δύο φίδια:
-Η πλημμύρα έληξε, βγείτε και αναπαραχθείτε!
-Όχι
-Μα δεν υπάρχει κίνδυνος!
-Όχι
Επέμενε ο Νώε, τα φίδια δεν έπαιρναν από λόγια. Τα πήρε με το καλό, τα πήρε με το κακό, αυτά έλεγαν στα πάντα όχι. Επειδή η όλη κατάσταση τον νευρίασε φώναξε τους γιους του να τον βοηθήσουν.
Πάει πρώτος ο Σημ, προσπαθεί δεν τον ακούν τα φίδια, πάλι όχι λένε. Πάει μετά ο Χαμ, ούτε αυτόν τον ακούνε. Μόνο όχι εισέπραξε. Πάει τελευταίος ο Ιάφεθ κοιτάει τα φίδια και χωρίς να πει τίποτα σκάει ένα χαμόγελο και γυρίζει προς τον Νώε:
-Τζάμπα τυραννιέσαι πατέρα, από αυτά τα φίδια μόνο όχι θα πάρεις.
-Τι φίδια είναι αυτά που λένε όλο όχι και όχι?
-Οχιές.